- παρμάρα
- η1. λαϊκή ονομασία τής ασθένειας τών αιγοπροβάτων που λέγεται αγαλακτία, αλλ. παρμός2. (σχετικά με πρόσ.) η ημιπληγία.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρμός + κατάλ. -άρα (πρβλ. τρομ-άρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρμάρα — η 1. για πρόσωπα, αποπληξία, ημιπληγία, παράλυση. 2. για ζώα, αρρώστια των γιδιών και προβάτων, εξαιτίας της οποίας τα ζώα κουτσαίνουν και παύουν να δίνουν γάλα: Τα γίδια τα βρήκε φέτος παρμάρα και δεν είχαμε πολύ γάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρμός — ο 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παίρνω, το πάρσιμο, η άλωση, η κατάληψη 2. η παρμάρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποτακτ. (να) πάρω τού παίρνω + κατάλ. μός] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek